H ομορφιά του να περιμένεις


"Mε έχει πιάσει μια στεναχώρια που τα Χριστούγεννα είναι σε μια εβδομάδα" μου είπε η Τζ.

Και μένα. Όλη η ουσία, όλη η ιστορία στα Χριστούγεννα είναι πριν τα Χριστούγεννα. Είναι η χαρά του να τα περιμένεις. Να ετοιμάζεσαι. Να μπαίνεις στο κλίμα από Νοέμβριο σιγά σιγά και αθόρυβα και λίγο με ενοχές που οι άλλοι σου λένε πως είναι νωρίς.

Και έτσι όσοι λαχταρούν τα Χριστούγεννα τη μέρα των Χριστουγέννων νιώθουν λίγο άδειοι. Γιατί δεν έχουν τι να περιμένουν.

Γιατί αγαπούν την προσμονή.  Καμιά φορά όλη η ιστορία είναι να το περιμένεις, γιατί όταν έρθει αμέσως θα φύγει. Κι η αλήθεια είναι πως έχουμε πολλή ανάγκη να περιμένουμε κάτι όμορφο. Δεν μας χαρίζεται πλέον και τίποτα χωρίς προσπάθεια. 

Κάτι που μας συμβαίνει και άλλες φορές, σε άλλα πράγματα και καταστάσεις. Όπως όταν ήσουν μικρότερος και περίμενες πως όταν μεγαλώσεις ο κόσμος θα είναι όμορφος - δε γίνεται να μην είναι! Όπως όταν περιμένεις τις καλοκαιρινές διακοπές ή κάτι που λαχταράς πολύ να συμβεί. Ετοιμάζεσαι, το φαντάζεσαι, το μεγαλοποιείς, το ομορφαίνεις στο μυαλό σου, του φοράς κορδέλα και όταν ξυπνάς το πρωί, το σκέφτεσαι πρώτο πρώτο.

Σαν το "Ταξίδι στα Κύθηρα" που κοιτούσε ο Χορν στον πίνακα της τράπεζας, στην ταινία "Μια ζωή την έχουμε".  Σαν το μεγάλο σου όνειρο- που λες , κάποτε θα το κάνω, κάποτε θα φύγω από αυτή τη δουλειά, από αυτή τη σχέση, από αυτή την κατάσταση. Και περιμένεις τα Χριστούγεννα, και μετά το καλοκαίρι. Και μετά ξανά τα Χριστούγεννα. 

Και καμιά φορά είναι όμορφο να περιμένεις να συμβεί κάτι, κι ας μη συμβεί ποτέ. Γιατί όλη η ιστορία είναι στην ομορφιά του να περιμένεις.

σινεμά

Σήκω να πάμε θερινό σινεμά. Άσε το ποτό απόψε, πάμε για βυσσινάδα έξω από το Ελληνίς, στα τραπεζάκια. Πάμε στο Ναταλί να μυρίζουμε τα γιασεμιά. Πάμε στο Πανόραμα με τη φοβερή θέα, πάμε Θερμαϊς. Εκεί που το σινεμά θυμίζει σινεμά. Εκεί που νιώθεις παιδί της πόλης, της όμορφης πλευράς της. Κάτω από τα αστέρια, στο οξυγόνο, με σπόρια, όπως είμασταν παιδιά. Δεν σου λείπουν τα παλιά; 
Πάμε στο Απόλλων, ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Να χαζεύουμε τα χρώματα των απλωμένων ρούχων, και το φως από την ταινία που αλλάζει τις σκιές στις κεραίες.
Πάμε στο Άλεξ, εκεί που ήταν το πρώτο μας ραντεβού. Εκεί που κρατιόμασταν χέρι χέρι σε όλη την ταινία, και που και που, κοιτούσαμε την Όντρει Τοτού. 
Εκεί που περιμέναμε τα σκοτεινά πλάνα για να φιληθούμε ξανά, εκεί που ανυπομονούσαμε να τελειώσει η ταινία για να βρεθούμε μόνοι.
Πάμε γιατί δεν πρέπει να τα χάσουμε. Είναι πολύτιμα καλοκαιρινά δώρα της πόλης.

Multiple choice

Στο Βελιγράδι, στην οδό Skadarlija, υπάρχει ένας δρόμος πλακώστρωτος- εκεί βρίσκεται η "μποέμικη γειτονιά". Στις αρχές του δρόμου βρίσκεται ένας στύλος με πινακίδες, που σε οδηγούν νοητά σε διάφορα σημεία του πλανήτη απο την Αθήνα μέχρι τη Βιέννη και από τη Μονμάρτη μέχρι το φεγγάρι (αυτό που δείχνει προς τα πάνω). 

Εκτός από τη σαφή αναφορά στους δρόμους που μοιάζουν με τη μποέμικη γειτονιά, θυμίζει λίγο και τις πολλές επιλογές που έχουμε.

Aπό το πρωί που ξυπνάς μέχρι το βράδυ, πρέπει να διαλέγεις. Να επιλέγεις κάτι από κάτι άλλο. Αν στο τέλος της μέρας χαμογελάς, πήρες αρκετές σωστές αποφάσεις.


Το να διαλέγεις - να πιστεύεις σε κάτι, να αποφασίζεις για κάτι- θέλει πρώτα αυτό το κάτι να το έχεις μελετήσει/σκεφτεί/αναλύσει. 


Παρ'όλ'αυτά είναι τρομερό ότι οι άνθρωποι πολλές φορές αποφασίζουν χωρίς να ξέρουν/ πιστεύουν κάτι χωρίς να το έχουν πολυσκεφτεί/ θεωρούν κάτι σωστό χωρίς να ξέρουν γιατί οι άλλες επιλογές είναι λάθος, ή γιατί είναι λιγότερο λάθος από τα υπόλοιπα.


Κάποιος είχε πει πως "το λάθος, αν επαναληφθεί είναι συνειδητή επιλογή". 


Σκέψου πόσες φορές επανέλαβες το ίδιο, και αναρωτήσου: 


Eίχα τις ίδιες συνθήκες; Hξερα τα ίδια πράγματα σε σχέση με την πρώτη φορά ή ήξερα περισσότερα; Είχα άλλη επιλογή; (πάντα έχεις).
    

Καμιά φορά, το να μην επιλέγουμε, είναι κι αυτό επιλογή. Συνήθως λάθος επιλογή, αν με ρωτάς.
    

Βρες ποιες επιλογές σου θα σε ταξιδέψουν στο φεγγάρι και μη τις φοβάσαι.

Άστα να πάνε

Πέντε άτομα καθόμαστε σε ένα τραπέζι. Αν μας δεις από μακριά νομίζεις πως εμείς οι πέντε συζητάμε. 



Αλλά αν πλησιάσεις, θα δεις πως ο καθένας λέει τα δικά του, δεν υπάρχει ροή στην κουβέντα, παρά μόνο ένα ασταμάτητο μπιριμπιρι, που δεν μπορεί να το παρακολουθήσει κανείς άλλος παρά μόνο εμείς οι πέντε.

 
Πώς είναι τα μωρά που τα ακούς να μιλούν μεταξύ τους και αναρωτιέσαι τι στο καλό λένε αφού τα λόγια τους δεν είναι λέξεις, και όμως μιλούν ακατάπαυστα. 

Ο καθένας μας έχει τον καημό του, και ακούει τους άλλους χωρίς να τους ακούει πραγματικά, απαντάει μηχανικά σαν να είναι προγραμματισμένες οι απαντήσεις του, και συνεχίζει το δικό του μονόλογο όταν βρει την ευκαιρία. 

Πολιτική, έρωτας, λεφτά, ο καιρός, όλα πέφτουν στο τραπέζι, και κυρίως στο πάτωμα. Τώρα τελευταία δεν πάμε καλά. 

Δεν συννενοούμαστε με τον γείτονα πλέον, ξεχνιόμαστε σε υποχρεώσεις, θυμόμαστε μόνο ό,τι είναι απαραίτητο. 

Ερωτευόμαστε σε λάθος εποχές, ονειρευόμαστε σε κακό timing.
Θα συνέλθουμε.





οδηγηση.

Αυτή η πόλη έχει κρυμμένους ανθρώπους.
Κρυμμένη δημιουργικότητα, φαντασία, διάθεση.

Έχει κρυμμένα πλάνα, κρυμμένα όνειρα, και κρυμμένα σχέδια. Γνωρίζουμε κάθε τόσο εκπληκτικούς ανθρώπους, γεμάτους ταλέντο, καλλιεργημένους, ταξιδεμένους. Και είναι διακριτικοί και μετριόφρονες, και δεν μοιάζουν με τίποτα εκείνους που κάνουν τα πάντα για να αναδείξουν τη μετριότητά τους. Και αν τους γνωρίσεις, το μυαλό σου συνεχώς δουλεύει, για να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους. Να τους κάνει να πάρουν μπρος, να αφεθούν και να δημιουργήσουν. Αισθάνεσαι καμιά φορά πως θα μπορούσες να κάνεις πολλά, τα έχεις ονειρευτεί ή τα έχεις οραματιστεί στο μυαλό σου; Έχεις κάποιο όνειρο ή στόχο;
Είναι η κατάλληλη περίοδος να τo φέρεις στο φως και να κάνεις κάτι, γιατί οι περισσότεροι έχουν ησυχάσει, έχουν γυρίσει σπίτι, έχουν φοβηθεί, και δεν κουνιούνται.
Είναι κάποιες φορές που θες, αλλά δεν μπορείς, γιατί δεν ξέρεις από που να ξεκινήσεις. Αλλά αυτό που είσαι, είναι εκεί, κρυμμένο, και περιμένει να το ελευθερώσεις. Όπως ο συμπλέκτης, που είναι σαν να κρατά την ταχύτητα του αυτοκινήτου κάτω από το πόδι σου και θα την ελευθερώσει μόλις δώσεις το πρόσταγμα.
Καμιά φορά ξέρουμε τόσο καθαρά τι θέλουμε να κάνουμε, αλλά πατάμε μόνιμα το φρένο.
Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί δεν προχωράμε, ενώ ξέρουμε πως το γκάζι είναι ακριβώς δίπλα στο φρένο, και θέλει απλά την τόλμη να αφήσεις το πόδι σου. Να ελευθερώσεις το συμπλέκτη, και σιγά σιγά να πατήσεις γκάζι. Και μετά, ποιός σε πιάνει...

crystal clear.

Από το κέντρο της πόλης στο βουνό, κι από τον καφέ στη Πασταφλώρα στο παραδοσιακό καφενείο του Θανάση. 
Κάστανα, τζάκι, τριπλές κάλτσες, υγρασία που τρυπάει κόκαλο, μπότες που γίνονται μούσκεμα μέσα στο χιόνι, βόλτες με το αυτοκίνητο μέσα στη νύχτα, μακριά από την πόλη, μακριά. Και την επόμενη φορά πιο μακριά. 
και ξαφνικά όλα γίνονται ξεκάθαρα.
Βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, και δεν ακούγεται τίποτα. Μόνο ο αέρας ανάμεσα στα δέντρα. Τεράστια έλατα που το χιόνι βαραίνει τα κλαδιά τους, δρομάκια και πατημασιές μέσα στο χιόνι, χιονάνθρωποι πάνω στα αυτοκίνητα, φωτισμένα καταφύγια. 
Φαίνεται πως όταν εγκαταλείπεις τις πολυκατοικίες, τα γκρίζα χρώματα, την πόλη που δε σε αφήνει να δεις ουρανό, και πηγαίνεις λίγο πιο πέρα, βλέπεις πιο καθαρά. Βλέπεις καθαρά πως τα προβλήματά σου είναι λίγο μικρότερα απ' όσο νομίζεις και πως η πόλη είναι απλά μια ακόμη πόλη. Βλέπεις τον ουρανό που έχει αστέρια, βλέπεις πως έξω από την πόλη οι εποχές αλλάζουν και μπορείς να διακρίνεις τις διαφορές. Βλέπεις τα φύλλα να πέφτουν, το χιόνι να κάνει τα πάντα διάφανα και όμορφα, και μετά τον ήλιο που λιώνει τον πάγο και αφήνει δροσερό χώμα. 
Βλέπεις πως όσο και να χωνόμαστε στα uber cool μέρη της αστικής μας πραγματικότητας, όσο και να χανόμαστε ανάμεσα σε εντυπωσιακά ρούχα, σε νέες εκφράσεις, σε καινούργια στέκια και συνήθειες, όσο και να ξεχνιόμαστε σαν άλλοι μέσα στις ζωές των άλλων, παριστάνοντας πως δεν τα έχουμε όλα, αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι μια παλιά φόρμα, ζεστά παπούτσια και ένα αυτοκίνητο να μας βγάλει έστω για μία μέρα έξω από την γυάλα μας. Και από εκεί να τα δούμε όλα στις πραγματικές τους διαστάσεις, πιο καθαρά. Σαν αφράτο χιόνι.


(για το περιοδικό Εξώστης)

new year's resolutions

ξέρεις, η ζωή τελειώνει γρήγορα,
όπως ένα πυροτέχνημα σε μια παιδική τούρτα
Κάποτε ημουν συνεπής με τον χρόνο και τα deadlines. Η φράση "Δεν μου φτάνει το 24ωρο" μου φαινόταν υπερβολική και μούφα.
Κάποτε μου έδινες χρονοπεριθώριο και ήξερα πού βάδιζα. Τώρα, το πιθανότερο είναι να ξεχάσω τα μισά απ'όσα μου λες, και τα άλλα μισά να τα θυμάμαι αλλοιωμένα. Το παρατήρησα την 31η φορά που ρώτησα τη Σ. πού θα γιορτάσει τα γενέθλιά της. Έπειτα αποφάσισα να γράφω ποστ ιτ, αλλά κατέληξαν στην άκρη του γραφείου μου. Έπειτα τα έγραφα στην ατζέντα μου, αλλά μετά την ξεχασα κάπου.
Και ξαφνικά ήρθε το 2012, και αποφάσισα το εξής. Να μην λαμβάνω περισσότερες πληροφορίες απ'όσες μπορώ να χωνέψω, να μην βιάζομαι να τις επεξεργαστώ, να πετάω ό,τι δεν χρειάζομαι, όπως κάνουμε με τα περισσότερα που δεν θέλουμε, κάτι σαν Θερμαϊκός. Να παίρνω βαθιές ανάσες, και να ιεραρχώ- τις δουλειές, τους ανθρώπους, τα πρέπει. Και μετά να δίνω ελεύθερο χρόνο στον εαυτό μου. Πολύ ελεύθερο χρόνο. Γιατί ξέρεις, αν δεν δίνεις ελεύθερο χρόνο στον εαυτό σου, δεν θα μπορέσεις να είσαι ούτε λίγο δημιουργικός. Αν δεν αφήσεις το μυαλό σου να πετάξει λίγο, όταν θα χρειαστείς απογειωτικές ιδέες, δεν θα έχεις τίποτα. Ξεφορτώσου- τις κακές σου συνήθειες και τους κακούς ανθρώπους- διώξτα, σε διαλύουν, σε ρουφούν στο τίποτα.
Και μετά βγες βόλτα στην παραλία, στην Άνω Πόλη, σε δρόμους που δεν περπατάς ποτέ, σε μέρη που σνομπάρεις. Και μετά γύρνα σπίτι και χαλάρωσε. Μην τρέχεις. Δεν θα φτάσεις ποτέ. Γιατί δεν πας πουθενά έτσι. Kάνε αυτό που πρέπει, αλλά μετά κάνε αυτό που θες. Κάνε περισσότερο αυτό που θες, κάθε μέρα και περισσότερο. Μακάρι να μπορέσεις να κάνεις μόνο αυτό που θες. Μην ακούς κανέναν. Ούτε εμένα :)

(για το περιοδικό Eξώστης)

πισωγυρίσματα (not)


Από τη μέρα που ξεστολίσαμε (δηλαδή προχτες) νιώθω πως πέρασε αιώνας. Γιατί γύρισα στη δουλειά και στη διπλωματική που τελειωμό δεν έχει.
Πέτα ό,τι είναι να πετάξεις, και βγες έξω να βρεις νέα πράγματα
Κάνω σαν να μη συνέβησαν γιορτές, σαν να μην έφτιαχνα με τις ώρες μπισκότα τζίντζερ, σαν να μην με έπαιρνε ο ύπνος δίπλα στο δέντρο. Σαν να μην άκουγα όλη μέρα χριστουγεννιάτικα (well almost). Και γενικώς σαν να μην.
Καμιά φορά, τα ωραία πράγματα, ή αυτά που σε στεναχωρούν όταν τα χάνεις, είτε είναι Χριστούγεννα, είτε είναι καταστάσεις, είτε άνθρωποι πρέπει, μετά από λίγο, για να τα ξεπεράσεις, να κάνεις πως δεν έγιναν.
Πως δεν υπήρξαν. 
Γιατί τι άλλο μπορείς να κάνεις; Για να κοιτάξεις μπροστά πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου πως δεν έχει τίποτα πια πίσω. Ξέρω πάντα υπάρχει κάτι πίσω, αλλά μη κοιτάς. Κάνε πως δεν υπάρχει. Και μέχρι να ζήσεις όσα μπορείς να ζήσεις, αυτό θα εμφανιστεί ξανά (όπως τα Χριστούγεννα) ή θα εμφανιστεί κάτι άλλο (όπως ένας νέος άνθρωπος).