H τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο

Στο βιβλίο του Σοπενχάουερ η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο "είναι η τέχνη του να λογομαχεί κανείς - και να λογομαχεί με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του, είτε έχει δίκιο είτε άδικο".


Και σαν να ήθελε να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι το εννοούσε ειλικρινά αυτό, πρόσθεσε: "Σε μια αντιπαράθεση, πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια, ή μάλλον να την εκλάβουμε ως μια τυχαία συγκυρία, και να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας και στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου".


Ποιος μπορεί να σε κρίνει σωστά και αντικειμενικά, όταν όλοι φιλτράρουμε τις καταστάσεις μέσα από τα δικά μας μάτια;

Το πρόβλημα είναι λοιπόν ακριβώς αυτό. Μεγαλώνουμε προσπαθώντας να πούμε και όχι να ακούσουμε, να βρούμε το δίκιο μας, χωρίς να το δίνουμε στους άλλους. Όχι ότι μπορείς να το κάνεις πάντα, όχι ότι ξέρεις πάντα το σωστό, δεν είναι ότι έχεις τις απαντήσεις, ούτε ότι μπορείς πάντα να διακρίνεις πού τελειώνει το δίκιο των άλλων και ξεκινά το δικό σου το δρόμο του.


"Αν η ανθρώπινη φύση δεν ήταν ποταπή, αλλά απόλυτα έντιμη, θα έπρεπε σε κάθε αντιπαράθεση να αποβλέπουμε μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας".

Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.



Ένα σύμπαν από δάκρυα

Καμιά φορά λες δεν μπορεί, όταν θες κάτι τόσο πολύ, τόσο πολύ που μπορείς να κινήσεις βουνά, δεν μπορεί, το σύμπαν θα αναγκαστεί να στο φέρει, γιατί θα φοβηθεί πως μπορείς να διαλύσεις την ισορροπία του κόσμου με το πείσμα σου.


Και άλλη φορά γίνεται αυτό: κλαις ανήμπορος μπροστά στη μοίρα σου. Και σκέφτομαι πως θα ήταν πολύ καλύτερο αν γινόταν, αντί να τρέχουν τα δάκρυα έξω από εσένα, να έβρεχαν μέσα τις εικόνες, τις λέξεις και τις σκέψεις και να τις έσβηναν. Και μετά από τόσο κλάμα, θα είχες ξεβάψει ό,τι σε πόνεσε.


Θα το είχες ξεβάψει εσύ με τα ίδια σου τα δάκρυα.




Εγώ & Εγώ

Εγώ και ο εαυτός μου.


Πίνουμε κρύο καφέ μόλις έρθουν οι Αλκυονίδες μέρες, και φοράμε νωρίς - νωρίς τ' ανοιξιάτικά μας, και αν και Φεβρουάριος εμείς μυρίζουμε το καλοκαίρι.


Λέμε καλό μήνα και ευχόμαστε να είναι.


Φοβόμαστε, αγχωνόμαστε, δεν κοιμόμαστε τα βράδια.


Ξεχνάμε, θυμόμαστε, αλλάζουμε, διορθώνουμε, χαλάμε, γκρεμίζουμε, ξαναχτίζουμε.


Από την αρχή.

Αναθεωρούμε, παγιώνουμε αξιώσεις και αξιώματα, ζητάμε, διεκδικούμε.




Κάνουμε μπάνιο και αλλάζουμε μυρωδιές, ξεπλένουμε την πόλη από πάνω μας, μυρίζουμε γιασεμί και βανίλια.


Πίνουμε νερό, κρασί, καφέ, σαμπάνια, βότανα και μαντζούνια.


Πιστεύουμε στη μαγεία των βουνών, στα ευχολόγια, στη καλή μας μοίρα.

Και μετά δεν πιστεύουμε σε τίποτα.


Στεκόμαστε στη μέση του σπιτιού, περιμένοντας να ακούσουμε την βρύση να στάζει.


Κοιτάμε τις σκιές στον τοίχο και φανταζόμαστε μάγισσες και σύννεφα, λύκους και κοκκινοσκουφίτσες να περπατάνε πάνω από το φωτιστικό.


Εγώ και ο εαυτός μου κάνουμε καλή παρέα πλέον.


Αλλά πάντα πουλάμε ο ένας τον άλλο για μια ζεστή αγκαλιά τη νύχτα.