καλτ καλοκαίρι





Στο τρένο για Λιτόχωρο. Η Α. παραπονιέται ότι την γδέρνει η γάμπα μου (ένεκα η κακή αποτρίχωση) και η Μ. με βγάζει φωτογραφίες (ένεκα η καινούργια κάμερα ). Το μεγάφωνο κρέμεται πάνω από το αυτί μου και κάθε δέκα λεπτά ο οδηγός ανακοινώνει τις στάσεις ΠΛΑΤΥ, ΑΔΕΝΔΡΟ,ΑΙΓΙΝΙΟ. Καθολου σικ. Ο Βάιος, ένας ευτραφής φλώρος με τζιν παντελόνι, άσπρο παπούτσι, και καρώ γαλάζιο πουκάμισο με λουλούδια
στην πλάτη,προσπαθεί να συνενοηθεί με τον κουμπάρο του,γιατί
μάλλον ξέχασε να κλειδώσει "οπότε αν μπορεί η θεία Σούλα να πεταχτεί να ελέγξει". Ο ελεγκτής περνάει, τσεκάρει τα εισιτήρια. Τουριστική καθημερινότητα.Τα κάμπινγκ του Λιτοχώρου Είναι καλτ. Ο πιο σύντομος τρόπος να γυρίσεις πίσω στα 70ς. Τα μπαρ ακόμα έχουν διακόσμηση ξεπερασμένη, τα σούπερ μάρκετ έχουν μάρκες που δεν τις θυμάται κανείς, ο χρόνος πέρασε και δεν άγγιξε. Η αφίσα της Κόπερτον με το κοριτσάκι και το σκυλάκι είναι παντού! Οι παππούδες κάθονται έξω από τα σούπερ μάρκετ και παίζουν τάβλι, εδώ υπάρχουν ακόμα παππούδες-στην Χαλκιδική είμαι σίγουρη ότι έχουν εξαφανιστεί όλοι, εκεί είναι ο παράδεισος του Παρτυ Ανιμαλ.>Εδώ έχουν μαζευτεί όλοι, και τα εγγονάκια τους. Το βράδυ τρώμε πίτσα στην πιτσαρία του διπλανού κάμπινγκ, από τα χεράκια του Ντομένικο. Εξαιρετική πίτσα, μυρίζει όλη η Πλάκα Λιτοχώρου. Χαμός στο ταμείο, τέτοια αναμονή ούτε στο Ρουβά. Αρπάζω ένα άδειο τραπέζι σε μια γωνία και βγαίνω εις άγρα τετράδας καρεκλών. Περιμένουμε μισή ώρα να παραγγειλουμε, μία ώρα να φάμε, ενώ ένα ζευγάρι από πίσω μας περιμένουν να σηκωθούμε για να καθήσουν αυτοί. Η Α. γκρινιάζει γιατί ακόμα δεν έχει έρθει η κρέπα της. Πηγαίνω στη κουζίνα,την παραγγέλνω, ένα καλό παιδί ο Χρήστος την φτιάχνει επιτόπου, και της την σερβίρω εγώ. Τρώει χαμογελαστή,επιτέλους κοκκίνησε το μαγουλάκι πάλι.«Χαλάλι ο Ντομένικο» λέει η Α. «Ο Ντομένικο είναι από την Κατερίνη και τον λένε Κυριάκο», της απαντώ.Το όνομά του είναι «Το μπαράκι» και είμαι πεπεισμένη πως είναι το πιο γνωστό μαγαζί σε όλη την Πιερία. Ένα μεγάλο μπιτς μπαρ, με κόσμο που φτάνει μέχρι τη θάλασσα, δυνατή μουσική (αυτό που ο φίλος μου ο Νίκος ονομάζει πριόνια), και πανέμορφους μπαρμεν. Εδώ έχω ζήσει τα πιο όμορφα απογεύματα και τα πιο ωραία ξημερώματα. Νομίζεις πως είσαι σε νησί. Μόνο που φεύγοντας βουίζουν τα αυτιά σου για κανα δυό ώρες. Η περατζάδα από αυτό το μαγαζί είναι μεγαλύτερη κι από σοκάκι της Μυκόνου τον Δεκαπενταύγουστο. Ένα ζευγάρι 17χρονων χαμουρεύονται στη διπλανή ξαπλώστρα, βαριόμαστε να πάμε πιο πέρα «Εμείς ήρθαμε πρώτοι», «Αν δεν έχουν πρόβλημα αυτοί, τι σε νοιάζει». Η μικρή φοράει πέδιλο με πάτο από φελό, άσπρο σορτσάκι, μαύρο στρινγκ, εξώπλατο, και καουμπόικο καπέλο το οποίο έχει πετάξει πάνω σε κάτι ξεχασμένα ποτήρια. Αυτός πάλι έχει εξαφανιστεί πίσω από τα μακριά μαλλιά της που όπως σχολίασε κάποια από την παρέα έιναι τρέσα, παρόλαυτα βλέπουμε ένα παντελόνι φαρδύ, μια τεράστια ζώνη και το μποξεράκι του. Από το σημείο εκείνο νανουρίζομαι με Μιχάλη Ρακιτζή και με παίρνει ο ύπνος στις πρώτες νότες του Καρβέλα «καλοκαιρινές διακοπές».