xristougenniatiko



Στη Βενιζέλου με τη γιαγιά, 9 η ώρα το πρωί (λες και δεν μπορούσαμε να βγούμε στις 11)
Κατηφορίζω την Βενιζέλου με τη γιαγιά μου αγκαζέ για ψώνια. Οι δρόμοι είναι στολισμένοι, οι βιτρίνες γεμάτες χρυσόσκονη, ο κόσμος τρέχει πέρα δώθε. Ανεβαίνουμε την Δραγούμη ενώ κροταλίζω ένα τέλειο σουσαμένιο κουλούρι και η γιαγιά τρώει τυρόπιτα από τον Αγαπητό. Χωνόμαστε στα στενάκια και τις στοές για να αγοράσουμε χάντρες, κορδέλες και υφάσματα. Εδώ υπάρχουν ακόμα μικρά μαγαζάκια. Οι παππούδες ανεβάζουν τα ρολά κάθε μέρα στις 8 το πρωί, πίνοντας καφεδάκι. Κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια.. Ξεροσταλιάζοντας στη γωνία δίπλα με έναν τεράστιο κουνιστό Άγιο Βασίλη, αγοράζω δεύτερο κουλούρι ενώ ένας τσαχπίνης κουλουρτζής με τραγιάσκα και πολύχρωμο ριγέ κασκόλ προτείνει να μου πουλήσει δεκάδα με 3 ευρώ. «Όχι ευχαριστώ»Ένας μικροπωλητής χώνεται στο οπτικό μου πεδίο θέλοντας να μου πουλήσει ξυπνητήρι με 5 ευρώ «άντε κυρία να ξυπνάς το πρωί με το κοκοράκι», και ένα καημένο κινέζικο πλαστικό κουκλάκι με ξεβαμμένα μάτια « σου μοιάζει κιόλα κυρία κοίτα κοίτα είναι μελακρινό», «Όχι ευχαριστώ». Κάποιος άλλος προσπαθεί να με πείσει να αγοράσω αγιοβασιλιάτικο αναπτήρα ή έστω τρανζιστοράκι σε σχήμα μίξερ, ή έστω ένα σουγιά. Πόσο καιρό έχεις να πας βόλτα ένα αγαπημένο σου πρόσωπο? Πότε τηλεφώνησες στους γονείς σου τελευταία φορά?
Στη Τσιμισκή.
Τα Χριστούγεννα ομορφαίνουν τα πάντα- η μουσική, τα φώτα, τα καλά σου ρούχα, το καλο σου σερβίτσιο ο καλός σου εαυτός. Πρωί Σαββάτου, μπροστά σε βιτρίνες στολισμένες, δίπλα σε μια μικρή ορχήστρα δρόμου, αισθανόμαστε ένα με τον κόσμο που περνά τρέχοντας να ψωνίσει ό,τι προλάβει. Ένα τσιγάρο, ένας καφές στο χέρι, και σακούλες στα πόδια μας.
Βαλαωρίτου.
Πάρτυ και πανικός, ραδιοφωνικοί παραγωγοί και περσόνες της πόλης δίνουν το παρών σε ένα μέρος που ποτέ δεν κοιμάται τα τελευταία δύο χρόνια. Όλοι είναι πιο χαρούμενοι –γεμάτοι ενέργεια, είμαστε ήδη στις γιορτές ακόμα κι αν δεν έχουν φτάσει ακόμα- άλλωστε πάντα όταν περιμένεις κάτι το ζεις ακόμα πριν γίνει. Σαν να ψάχνουμε λόγο για να γιορτάζουμε. Στόλισες το σπίτι σου? Μήπως στολίζεις νωρίτερα για να ζήσεις τις γιορτές παρατεταμένες? Σταματάμε και κοιτάμε γύρω μας. Τι προλάβαμε να ευχαριστηθούμε σήμερα?Τι δώρο θα πάρεις στον αγαπημένο σου? Έχεις αποφασίσει τι θα αλλάξεις στη ζωή σου? Είσαι έτοιμος για το 2010? Τι φανταζόσουν πριν δέκα χρόνια ότι θα έχεις κάνει? Πόσα έκανες τελικά? Πραγματοποίησες το μεγαλύτερο όνειρό σου? Έχεις δίπλα σου αυτές τις γιορτές αυτούς που αγαπάς? Λες συχνά σ’αγαπώ και σε ευχαριστώ? Θέλεις να κάνεις μια καινούργια αρχή? Μπορείς? Προσπάθησες? Τι λες, δεν ξεκινάς από φέτος?

καλτ καλοκαίρι





Στο τρένο για Λιτόχωρο. Η Α. παραπονιέται ότι την γδέρνει η γάμπα μου (ένεκα η κακή αποτρίχωση) και η Μ. με βγάζει φωτογραφίες (ένεκα η καινούργια κάμερα ). Το μεγάφωνο κρέμεται πάνω από το αυτί μου και κάθε δέκα λεπτά ο οδηγός ανακοινώνει τις στάσεις ΠΛΑΤΥ, ΑΔΕΝΔΡΟ,ΑΙΓΙΝΙΟ. Καθολου σικ. Ο Βάιος, ένας ευτραφής φλώρος με τζιν παντελόνι, άσπρο παπούτσι, και καρώ γαλάζιο πουκάμισο με λουλούδια
στην πλάτη,προσπαθεί να συνενοηθεί με τον κουμπάρο του,γιατί
μάλλον ξέχασε να κλειδώσει "οπότε αν μπορεί η θεία Σούλα να πεταχτεί να ελέγξει". Ο ελεγκτής περνάει, τσεκάρει τα εισιτήρια. Τουριστική καθημερινότητα.Τα κάμπινγκ του Λιτοχώρου Είναι καλτ. Ο πιο σύντομος τρόπος να γυρίσεις πίσω στα 70ς. Τα μπαρ ακόμα έχουν διακόσμηση ξεπερασμένη, τα σούπερ μάρκετ έχουν μάρκες που δεν τις θυμάται κανείς, ο χρόνος πέρασε και δεν άγγιξε. Η αφίσα της Κόπερτον με το κοριτσάκι και το σκυλάκι είναι παντού! Οι παππούδες κάθονται έξω από τα σούπερ μάρκετ και παίζουν τάβλι, εδώ υπάρχουν ακόμα παππούδες-στην Χαλκιδική είμαι σίγουρη ότι έχουν εξαφανιστεί όλοι, εκεί είναι ο παράδεισος του Παρτυ Ανιμαλ.>Εδώ έχουν μαζευτεί όλοι, και τα εγγονάκια τους. Το βράδυ τρώμε πίτσα στην πιτσαρία του διπλανού κάμπινγκ, από τα χεράκια του Ντομένικο. Εξαιρετική πίτσα, μυρίζει όλη η Πλάκα Λιτοχώρου. Χαμός στο ταμείο, τέτοια αναμονή ούτε στο Ρουβά. Αρπάζω ένα άδειο τραπέζι σε μια γωνία και βγαίνω εις άγρα τετράδας καρεκλών. Περιμένουμε μισή ώρα να παραγγειλουμε, μία ώρα να φάμε, ενώ ένα ζευγάρι από πίσω μας περιμένουν να σηκωθούμε για να καθήσουν αυτοί. Η Α. γκρινιάζει γιατί ακόμα δεν έχει έρθει η κρέπα της. Πηγαίνω στη κουζίνα,την παραγγέλνω, ένα καλό παιδί ο Χρήστος την φτιάχνει επιτόπου, και της την σερβίρω εγώ. Τρώει χαμογελαστή,επιτέλους κοκκίνησε το μαγουλάκι πάλι.«Χαλάλι ο Ντομένικο» λέει η Α. «Ο Ντομένικο είναι από την Κατερίνη και τον λένε Κυριάκο», της απαντώ.Το όνομά του είναι «Το μπαράκι» και είμαι πεπεισμένη πως είναι το πιο γνωστό μαγαζί σε όλη την Πιερία. Ένα μεγάλο μπιτς μπαρ, με κόσμο που φτάνει μέχρι τη θάλασσα, δυνατή μουσική (αυτό που ο φίλος μου ο Νίκος ονομάζει πριόνια), και πανέμορφους μπαρμεν. Εδώ έχω ζήσει τα πιο όμορφα απογεύματα και τα πιο ωραία ξημερώματα. Νομίζεις πως είσαι σε νησί. Μόνο που φεύγοντας βουίζουν τα αυτιά σου για κανα δυό ώρες. Η περατζάδα από αυτό το μαγαζί είναι μεγαλύτερη κι από σοκάκι της Μυκόνου τον Δεκαπενταύγουστο. Ένα ζευγάρι 17χρονων χαμουρεύονται στη διπλανή ξαπλώστρα, βαριόμαστε να πάμε πιο πέρα «Εμείς ήρθαμε πρώτοι», «Αν δεν έχουν πρόβλημα αυτοί, τι σε νοιάζει». Η μικρή φοράει πέδιλο με πάτο από φελό, άσπρο σορτσάκι, μαύρο στρινγκ, εξώπλατο, και καουμπόικο καπέλο το οποίο έχει πετάξει πάνω σε κάτι ξεχασμένα ποτήρια. Αυτός πάλι έχει εξαφανιστεί πίσω από τα μακριά μαλλιά της που όπως σχολίασε κάποια από την παρέα έιναι τρέσα, παρόλαυτα βλέπουμε ένα παντελόνι φαρδύ, μια τεράστια ζώνη και το μποξεράκι του. Από το σημείο εκείνο νανουρίζομαι με Μιχάλη Ρακιτζή και με παίρνει ο ύπνος στις πρώτες νότες του Καρβέλα «καλοκαιρινές διακοπές».