Αν το προσέξεις, ενώ είμαστε όλοι παιδιά της πόλης, όταν μας βγάζεις από αυτήν είμαστε και νιώθουμε πολύ καλύτερα. Όταν γυρνάμε από τις θάλασσες, το τσιμέντο μας φαίνεται αβάσταχτο. Όταν αφήνουμε το κλιματιστικό να αντικαταστήσει το αεράκι, πνιγόμαστε. Όταν για μερικές μόνο μέρες το μάτι μας βλέπει φύση και έπειτα γκρίζες πολυκατοικίες, αμέσως θολώνει, και μετά τσατίζεσαι, και φωνάζεις στον δρόμο, και έχεις πονοκέφαλο, και ζεσταίνεσαι, και νιώθεις πως σε πλακώνει το φωτοτυπικό και το γραφείο σου. Και οι άνθρωποι γύρω σου ενώ μέχρι χτες σου φαίνονταν όμορφοι, τώρα, αφού οι διακοπές σου τελείωσαν, ασχημαίνουν.
Στην ταβέρνα. Μία γκρι γάτα μπλέκεται στα πόδια μου όσο προσπαθώ να αποφασίσω τι να φάω. Καθόμαστε ακριβώς κάτω από τον ανεμιστήρα και ανυπομονούμε να σηκώσουμε ποτήρια και πηρούνια. Έχει τρομερή ζέστη.
Από τα σχοινιά των πολυκατοικιών κρέμονται πολύχρωμες πετσέτες θαλάσσης. Τα φυτά στα μπαλκόνια αργοπεθαίνουν κάτω από τον καυτό ήλιο ανασαίνοντας καυσαέριο. Μόνο μερικά παιδιά γυρνάνε με τα ποδήλατα τους σε έναν ακάλυπτο με μπάζα και πεθαμένα δέντρα. Στο αυτοκίνητο ακριβώς έξω από τη ταβέρνα βρίσκουν σκιά 3 κοκαλιάρικα γατάκια. Τα χαζεύουμε για ώρα ενώ αυτά τεμπελιάζουν κάτω από τις ρόδες.\
(για το περιοδικό Live)