Xιονίζει. Αυτή είναι η πιο κρύα χρονιά από το 1983 λένε. Και όλα έχουν παγώσει. Στο μετρό θα βρεις συχνά άστεγους να ψάχνουν σημεία που δεν μπάζουν, για να ζεσταθούν. Στην Όξφορντ παίζουν μπάντες, κάθε μέρα φωτίζεται και ένας διαφορετικός δρόμος, οι διαφημίσεις είναι πασπαλισμένες με χρυσόσκονη, τα ραδιοφωνικά σποτάκια σε καλούν σε χριστουγεννιάτικα πάρτυ.Απέναντι από το σπίτι της Στέλλας κάθεται κάθε απόγευμα μια γυναίκα,περίπου 50 χρονών, η οποία φέρνει το αρμόνιό της, και παίζει μουσική.Δεν παίζει στην πραγματικότητα, ίσως κάποτε ήξερε μουσική, τώρα δεν πρέπει να θυμάται ούτε νότα. Πού και πού στρέφει το βλέμμα προς τα πάνω και κάτι μουρμουρίζει. Δεν μιλά, δεν αντιδρά, παρά μόνο περιμένει από τους περαστικούς μία λίρα, μισή, δέκα σεντς.
Κάτι.Κάθε μέρα την παρακολουθώ από το παράθυρο. Χτες την πλησίασα. Έκατσα ακριβώς μπροστά της. Δεν με έβλεπε, με κοιτούσε αλλά το βλέμμα της ήταν κενό. Είχε δίπλα της μια σκισμένη σακούλα από Μακ Ντόναλντς, εγώ πάλι είχα ολοκαίνουργιες γυαλιστερές από τα μαγαζιά της Oxford. Τηςμίλησα, αλλά δεν μου απάντησε. Της αγόρασα φαγητό, αλλά δεν το ακούμπησε καν. Ανέβηκα στο σπίτι και την παρακολούθησα από το παράθυρο. Πρέπει να μάζεψε μία-δύο λίρες, και την έκανε.Μπήκε στο σούπερ μάρκετ καιαγόρασε κάτι γιατί είδα να κρατά μια σακούλα. Έπειτα έφυγε από το δρόμο. Το φαγητό μου το άφησε εκεί. Την άλλη μέρα δεν την είδα. Δεν ξέρω πού πήγε.
*Do they know its Christmas,Band Aid.